Το τελευταίο θεώρημα του Fermat.
Ο
Pierre
de Fermat γεννήθηκε
στις 20 Αυγούστου του 1601
σε μια μικρή
πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Ακολούθησε
καριέρα ως δικαστικός και εργάστηκε για
λογαριασμό της τοπικής κυβέρνησης. Για να
εξασφαλισθεί το αμερόληπτο των δικαστών
την εποχή εκείνη , δεν τους επιτρεπόταν να
έρχονται σε επαφή με τον πολύ κόσμο και
περιόριζαν τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις.
Για τον λόγο αυτό ο Fermat
στον
ελεύθερο χρόνο του όταν σταματούσε τη
δουλειά του , ξεκινούσε την ενασχόλησή του
με το χόμπι του , τα Μαθηματικά. Παρ’ότι
ερασιτέχνης , ο Fermat
ήταν
αρκετά καλλιεργημένος μαθηματικά και σε
αυτόν οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η
ανάπτυξη της θεωρίας των πιθανοτήτων και οι
βάσεις του μαθηματικού λογισμού
Περισσότερο
από όλα ο Fermat
ήταν
πολύ καλός γνώστης της θεωρίας αριθμών και
ασχολήθηκε με τη μελέτη των ακεραίων
αριθμών και τις σχέσεις που ισχύουν μεταξύ
τους. Συχνά έγραφε επιστολές προς γνωστούς
μαθηματικούς της εποχής του στις οποίες
εξέθετε τις απόψεις και αναλύσεις του πάνω
σε μαθηματικά προβλήματα , αλλά επίσης
ζητούσε και την άποψή τους για την
επιβεβαίωση των δικών του μεθόδων. Αυτές οι
«προκλήσεις» καθώς και το γεγονός ότι δεν
αποκάλυπτε τους δικούς του υπολογισμούς ,
προκαλούσε συχνά μια κάποια απογοήτευση.
Ο
Fermat
έγραψε
κάποτε μια ανάλυση σχετική με το περίφημο
πια «τελευταίο θεώρημα του» , κατά τη
διάρκεια της ενασχόλησής του με το αρχαίο
ελληνικό κείμενο Αριθμητική (Arithmetica)
που
ήταν γραμμένο από τον Διόφαντο της
Αλεξάνδρειας. Το βιβλίο αυτό ανέλυε το θέμα
της ύπαρξης ακεραίων λύσεων για την εξίσωση
a2+b2=c2
, που
είναι ο γνωστός τύπος του Πυθαγόρα για τα
ορθογώνια τρίγωνα. Η εξίσωση αυτή έχει
άπειρες τριάδες λύσεων , που καλούνται
πυθαγόρειες τριάδες.
Μια
γνωστή σε όλους λύση είναι η a=3,
b=4, c=5. Ο Fermat
επέκτεινε
τον τύπο του Πυθαγόρα ένα βήμα παραπάνω και
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν μη
μηδενικές λύσεις (τριάδες) για μια
οικογένεια παρόμοιων εξισώσεων της μορφής an+bn=cn
, όπου n=
ακέραιος
>2.
Έγραφε λοιπόν :" Είναι αδύνατο μια κυβική δύναμη να γραφεί ως άθροισμα δύο κυβικών
δυνάμεων ή μια τέταρτη δύναμη να γραφεί ως άθροισμα δύο τέταρτων
δυνάμεων και γενικά οποιαδήποτε δύναμη μεγαλύτερη του τετραγώνου είναι
αδύνατον να γραφεί ως άθροισμα ιδίων δυνάμεων".
Είναι
εκπληκτικό το γεγονός ότι παρ’όλο που
υπάρχουν άπειρες πυθαγόρειες τριάδες, δεν
υπάρχει καμία τριάδα Fermat.
Παρ’όλ’αυτά
ο Fermat
πίστευε
ότι μπορούσε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό
του με μια αυστηρή απόδειξη. Στο περιθώριο
του βιβλίου Arithmetica
ο Fermat
έγραψε
μια υποσημείωση που ταλάνισε γενιές
μαθηματικών : «Έχω βρει μια εκπληκτική
απόδειξη αυτής της πρότασης , την οποία το
περιθώριο αυτού εδώ του βιβλίου είναι πολύ
μικρό για να χωρέσει».
Ο
Fermat
έγραψε
και άλλα τέτοια εξοργιστικά σημειώματα και
μετά το θάνατό του ο γιος του εξέδωσε μια
έκδοση του Arithmetica
η οποία
περιείχε όλα αυτά τα πειραχτικά προς τους
μαθηματικούς σχόλια. Τελικά αυτό που συνέβη
στην πράξη ήταν να αποδειχθούν και τα
συνθετότερα των θεωρημάτων και ένα μόνο να
μείνει άλυτο : το τελευταίο θεώρημα του Fermat.
Πολλοί
μαθηματικοί πολέμησαν κατά καιρούς να
βρουν κάποια απόδειξη , όμως τελικά
αποτύγχαναν. Το 1742 ο Leonard
Euler , ο
μεγαλύτερος θεωρητικός της θεωρίας των
αριθμών του 18ου αιώνα , απογοητεύτηκε
τόσο από την ανικανότητά του να επιλύσει το
πρόβλημα , που ζήτησε από ένα φίλο του να
ψάξει το σπίτι του Fermat
μήπως
και τυχόν έβρισκε κάποιο μυστικό
παραπεταμένο σημείωμα που θα βοηθούσε στην
προσπάθεια επίλυσης. Τον
19ο αιώνα η Sophie
Germain –
η οποία λόγω προκατάληψης προς τις γυναίκες
μαθηματικούς χρησιμοποιούσε τον ανδρικό
τίτλο Monsieur
Leblanc – έκανε
το πρώτο μικρό αλλά αποφασιστικό βήμα. Η Germain
απέδειξε
ένα γενικό θεώρημα το οποίο επιχειρούσε να
βοηθήσει στην εύρεση λύσεων για την εξίσωση
Fermat
για
τιμές του n>2
που
είναι πρώτοι αριθμοί έτσι ώστε και ο
αριθμός 2n+1
να
είναι επίσης πρώτος. Αλλά μια πλήρης
απόδειξη για ύπαρξη τέτοιου είδους εκθετών
που δίνουν λύσεις παρέμεινε έξω από τις
δυνατότητές της .
Στην
αρχή του 20ού αιώνα, ο Paul
Wolfskehl ,
ένας Γερμανός βιομήχανος κληροδότησε 100.000
μάρκα σε όποιον θα αντιμετώπιζε επιτυχώς
την πρόκληση του Fermat.
Σύμφωνα
με κάποιους ιστορικούς, ο Wolfskehl
βρισκόταν
σε κάποια περίοδο στα πρόθυρα αυτοκτονίας ,
αλλά απέκτησε τόσο πάθος στην προσπάθεια να
βρει τη λύση στο πρόβλημα που είχε θέσει ο Fermat
που
σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα περί
αυτοκτονίας. Επηρεασμένος από αυτήν την
τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα ο Wolfskehl
ξαναέγραψε την διαθήκη του . Το βραβείο που
όρισε ήταν κάτι σαν χρέος στον γρίφο που του
είχε σώσει την ζωή.
Παραδόξως
, παρόλο που το βραβείο Wolfskehl
ωθούσε τους χομπίστες μαθηματικούς να
βρουν τη λύση , οι επαγγελματίες έχαναν κάθε
ελπίδα. Γενικά μέχρι εκείνη την εποχή η
απόδειξη του τελευταίου θεωρήματος του Fermat
αποτελούσε
ένα ρομαντικό και απραγματοποίητο όνειρο
από το παρελθόν και τίποτα παραπάνω.
Το
1963, σε ηλικία 10 μόλις ετών ο Wiles
σαγηνεύτηκε
από την πρόκληση του τελευταίου θεωρήματος
του Fermat
. Είχε
διαβάσει γι’αυτό στην τοπική βιβλιοθήκη
στο Cambridge
και
είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι μια μέρα
θα πετύχαινε να παρουσιάσει μια
ολοκληρωμένη απόδειξη.
Δυστυχώς
στα πρώτα του μαθητικά και φοιτητικά χρόνια
οι δάσκαλοί του τον αποθάρρυναν από ένα
τέτοιο εγχείρημα , θεωρώντας το ως κάτι πολύ
μακρινό και άπιαστο.
Τελικά
όμως ο μεταπτυχιακός επιτηρητής του στο
Πανεπιστήμιο του Cambridge
τον
ώθησε να ασχοληθεί με την περιοχή της
μαθηματικής επιστήμης που ονομάζεται
θεωρία των ελλειπτικών καμπυλών. Οι Αρχαίοι
Έλληνες αρχικά ερεύνησαν την θεματική αυτή
περιοχή. Οι ελλειπτικές καμπύλες
εμφανίζονται μάλιστα σαν αντικείμενα προς
μελέτη και στο βιβλίο Arithmetica.
Αρχικά
ο Wiles
όταν
άρχισε την ενασχόλησή του με την
συγκεκριμένη περιοχή δεν μπορούσε να
φανταστεί ότι αυτό θα τον οδηγούσε προς την
κατεύθυνση του προβλήματος του Fermat.
Οι
ελλειπτικές καμπύλες δεν είναι ελλείψεις.
Αντιθέτως έχουν πάρει αυτήν την ονομασία
διότι περιγράφονται ως μαθηματικά
αντικείμενα με χρήση κυβικών εξισώσεων,
όπως τέτοιες είναι και οι εξισώσεις που
περιγράφουν μια έλλειψη. Οι κυβικές
εξισώσεις – ονομάζονται έτσι διότι είναι
βαθμού 3 – για τις ελλειπτικές καμπύλες
λαμβάνουν τη μορφή y2=x3+ax2+bx+c
, όπου a,b
και c
είναι
ακέραιοι που ικανοποιούν κάποιες
συγκεκριμένες συνθήκες. Οι θεωρητικοί της
θεωρίας αριθμών προσπαθούν γενικά να
προσδιορίσουν τον αριθμό των ρητών λύσεων .
Για την περίπτωση των εξισώσεων βαθμού 4ου
ή και μεγαλύτερου ο αριθμός των πιθανών
λύσεων είναι πάντα πεπερασμένος – γεγονός
που ονομάζεται πόρισμα του Mordell
και που
απέδειξε το 1983 ο μαθηματικός Gerd
Faltings. Όμως
οι ελλειπτικές καμπύλες ( οι εξισώσεις που
τις περιγράφουν ) παρουσιάζουν την
ενδιαφέρουσα ιδιομορφία ότι μπορεί να
έχουν είτε πεπερασμένο είτε άπειρο πλήθος
λύσεων , πράγμα που είναι αδύνατο να μπορεί
να πει κανείς να πει εύκολα από την αρχή.
Για
να απλοποιήσουν κάπως τα πράγματα όσον
αφορά στις εξισώσεις που περιγράφουν τις
ελλειπτικές καμπύλες , οι μαθηματικοί
κάνουν συχνά χρήση της αριθμητικής
υπολοίπων (modular
arithmetic).
Διαιρούν τις μεταβλητές x
και y
της
κυβικής εξίσωσης με έναν πρώτο αριθμό p
και
κρατούν μόνο το υπόλοιπο της διαίρεσης.
Αυτή η εξίσωση που προκύπτει τώρα είναι
ισοδύναμη με την αρχική και ονομάζεται «η mod
p»
ισοδύναμή
της. Η διαδικασία αυτή της διαίρεσης με τον
παράγοντα p
και
μεταβάλλοντας την τιμή του p
ελέγχεται
κάθε φορά το set
των
λύσεων που προκύπτει ( Το p
λειτουργεί
ως παράμετρος στην όλη διαδικασία ) . Οι
υπολογισμοί αυτοί διαμορφώνουν μια σειρά
από πολύ απλούστερα προβλήματα , τα οποία
είναι ακριβώς ανάλογα με το αρχικό .
Το
βασικό πλεονέκτημα της αριθμητικής
υπολοίπων είναι ότι οι μέγιστες πιθανές
τιμές των μεταβλητών της υπό εξέταση
εξίσωσης περιορίζονται με βάση το p
. Οι
μαθηματικοί για να κατανοήσουν το πρόβλημα
των απείρων λύσεων στο αρχικό πρόβλημα ,
εξετάζουν πώς μεταβάλλονται οι λύσεις
καθώς μεταβάλλεται η παράμετρος p.
Χρησιμοποιώντας αυτήν την πληροφορία
κατασκευάζουν τις λεγόμενες L-σειρές
, που είναι δυναμοσειρές όπου στην p-στη
δύναμη εμφανίζεται ως συντελεστής ο
αριθμός των λύσεων που προκύπτει με χρήση
του modulo-p
για την
τροποποίηση της αρχικής εξίσωσης.
Στην
πραγματικότητα , στα μαθηματικά υπάρχουν
και άλλες μαθηματικές οντότητες που
καλούνται τύποι υπολοίπων (modular
forms) και οι οποίοι διαθέτουν επίσης L-σειρές.
Οι τύποι υπολοίπων δεν έχουν καμία σχέση με
την αριθμητική υπολοίπων.
Είναι
ένα είδος συνάρτησης που σχετίζεται με τους
μιγαδικούς αριθμούς.
Οι
τύποι υπολοίπων παρουσιάσουν το εκπληκτικό
χαρακτηριστικό ότι μπορούν να εμφανίσουν
μια γενικευμένη συμμετρία. Όπως οι
τριγωνομετρικές συναρτήσεις , π.χ η
συνάρτηση ημίτονο μένει απαράλλαχτη αν το
όρισμά της μεταβληθεί κατά γωνία π ακτινίων,
έτσι και οι τύποι υπολοίπων εμφανίζουν μια
τέτοια αλλά πιο γενικευμένη συμμετρία
ούτως ώστε να μετασχηματίζουν ένα μιγαδικό
όρισμα με τέτοιο τρόπο που το αποτέλεσμα να
παραμένει αναλλοίωτο. Ο πρώτος που μελέτησε
αυτό το φαινόμενο της συμμετρίας ήταν ο
Γάλλος Henri
Poincare.
Μια
δεκαετία περίπου πριν ο Wiles
μάθει
για το πρόβλημα του Fermat
δύο
Γιαπωνέζοι μαθηματικοί , ο Goro
Shimura και
ο Yutaka
Taniyama εξέλιξαν
μια θεωρία σχετικά με τους τύπους υπολοίπων
που θα αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο στην
προσπάθεια της απόδειξης από τον Wiles.
Οι
γιαπωνέζοι μαθηματικοί πίστευαν πως οι
τύποι υπολοίπων και οι ελλειπτικές
καμπύλες συνδέονταν στενά ως θεωρίες, παρ’όλο
που οι δύο αυτές οντότητες ανήκαν σε δύο
διαφορετικούς κλάδους των μαθηματικών.
Με
αφετηρία στην σκέψη τους ότι και τόσο στους
τύπους υπολοίπων όσο και στις ελλειπτικές
τροχιές έχουμε χρήση των L-σειρών
, ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ των δύο αυτών
συνόλων αντικειμένων θα μπορούσε να
υπάρξει μια απεικόνιση , τέτοια ώστε σε κάθε
ζεύγος που αντιστοιχίζεται να αναλογεί σε
κάθε περίπτωση η ίδια L-σειρά.
Οι
δύο μαθηματικοί γνώριζαν ότι αν ο
ισχυρισμός τους ήταν σωστός , τότε οι
συνέπειες θα ήταν πολύ σημαντικές. Και αυτό
διότι με την σύνδεση των κλάδων των
μαθηματικών θα ήταν πλέον δυνατό τα
πορίσματα που θα προέκυπταν στον ένα να
εφαρμόζονται και στον άλλο κλάδο και
αντίστροφα.
Η
υπόθεση που διαμόρφωσαν οι δύο Γιαπωνέζοι
μαθηματικοί , αν και δεν αποδείχτηκε αμέσως
, ωστόσο καθώς περνούσαν τα χρόνια επηρέαζε
όλο και περισσότερο τους μαθηματικούς της
εποχής. Μέχρι που φτάσανε στο σημείο πολλοί
από αυτούς να θεωρούν την υπόθεση
Shimura-Taniyama ως δεδομένη και τη
χρησιμοποιούσαν σαν βάση για την απόδειξη
περαιτέρω προτάσεων.
Το
φθινόπωρο του 1984 σε ένα επιστημονικό
συμπόσιο στο Oberwolfach
της
Γερμανίας ο καθηγητής Gerhard
Frey του
Πανεπιστημίου
του Saarland
έδωσε
μια διάλεξη που έδινε μια άλλη κατεύθυνση
αντιμετώπισης του προβλήματος του Fermat.
Συγκεκριμένα
οδήγησε τα μυαλά της εποχής προς την
κατεύθυνση της χρήσης της δια ατόπου
απαγωγής.
Η
ιδέα του Frey
είχε ως
εξής: Έστω ότι οι αριθμοί Α και Β είναι
τέλειες n-στές
δυνάμεις δύο αριθμών έτσι ώστε και το
άθροισμα Α+Β να είναι τέλεια n-οστή
δύναμη κάποιου αριθμού, δηλ. έστω ότι
υπάρχει μια λύση στην εξίσωση του Fermat.
Τότε οι
αριθμοί Α και Β μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ως συντελεστές σε μια εξίσωση ειδικής
ελλειπτικής καμπύλης
: y2=x(x
- A)(x + B). Μια
ποσότητα η οποία υπολογίζεται πάντοτε σε
κάθε περίπτωση μελέτης ελλειπτικών
καμπυλών είναι η παράσταση Κ=Α2Β2(Α+Β)2
.Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν για τους Α και Β η
παράσταση Κ είναι επίσης μια τέλεια n-οστή
δύναμη. Το κρίσιμο σημείο στην τακτική του Frey
είναι
ότι αν το τελευταίο θεώρημα του Fermat
είναι
λάθος , τότε ακέραιες λύσεις Α και Β μπορούν
να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή της
παράστασης Κ , η οποία θα είναι τέλεια n-οστή
δύναμη. Συνεπώς το να αποδείξει κανείς ότι η
παράσταση Κ δεν μπορεί ποτέ να είναι μια
τέλεια n-οστή
δύναμη θα αποτελούσε ένδειξη ότι ισχύει το θεώρημα του Fermat.
Ο Frey
δεν
μπόρεσε να προχωρήσει περαιτέρω σε αυτό το
σημείο . Υποψιάστηκε όμως ότι αν υπήρχε
μια ελλειπτική καμπύλη της οποίας η
αντιστοιχούσα Κ παράσταση ήταν τέλεια n-οστή
δύναμη, τότε αυτή η ελλειπτική καμπύλη θα
ήταν modular.
Με άλλα
λόγια η ύπαρξη μιας τέτοιας καμπύλης θα
ακύρωνε την ορθότητα της πρότασης Shimura-Taniyama.
Σκεπτόμενος ανάποδα , ο Frey
διατύπωσε
τον ισχυρισμό ότι αν κάποιος κατάφερνε να
αποδείξει την θεωρία Shimura-Taniyama και επίσης
ότι η ελλειπτική εξίσωση y2=x(x
-
A)(x
+
b)δεν
είναι modular
, θα
είχε καταφέρει ισοδύναμα να αποδείξει ότι η
ελλειπτική αυτή εξίσωση δεν μπορεί να
υπάρξει. Στην περίπτωση αυτή και η λύση στην
εξίσωση του Fermat
δεν
μπορεί να υπάρξει και συνεπώς το θεώρημα
του Fermat
θα
αποδεικνυόταν.
Πολλοί
μαθηματικοί προσπάθησαν να ακολουθήσουν τη
γραμμή που είχε χαράξει o
Frey ,
αλλά η πιο ουσιαστική προσπάθεια έγινε από
έναν από τους συγγραφείς αυτού του άρθρου ,
τον μαθηματικό Ribet.
Για
αρχή να πούμε ότι η απόδειξη του Ribet
βασίστηκε
σε μια γεωμετρική μέθοδο για την «πρόσθεση»
δύο σημείων μιας ελλειπτικής καμπύλης.
Οπτικά η ιδέα είναι ότι προβάλλουμε μια
γραμμή ανάμεσα από ένα ζεύγος διακριτών
λύσεων , P1
και P2.
Η
γραμμή τότε τέμνει την καμπύλη σε ένα τρίτο
σημείο το οποίο διαισθητικά το ονομάζουμε
το άθροισμα των Ρ1 και Ρ2. . Μια
πιο χρήσιμη εκδοχή αυτής της πρόσθεσης έχει
ως εξής: πρώτα «προσθέτουμε» δύο σημεία και
λαμβάνουμε ένα νέο σημείο , όπως
περιγράφηκε και τελικά βρούμε το
συμμετρικό αυτού του σημείου ως προς τον
άξονα x
λαμβάνουμε
την τελική λύση Q.
Αυτή
η ειδική μορφή πρόσθεσης μπορεί να
εφαρμοσθεί σε οποιοδήποτε ζεύγος σημείων
εντός του άπειρου πλήθους σημείων της
καμπύλης, όμως αυτή η πράξη είναι ιδιαίτερα
χρήσιμη , αν λάβουμε υπ’όψη ότι υπάρχουν
σύνολα με πεπερασμένα το πλήθος σημεία τα
οποία έχουν την ιδιότητα το άθροισμα
οποιωνδήποτε δύο να ανήκει επίσης στο
σύνολο που ανήκουν τα αρχικά αυτά σημεία
. Τα
σύνολα αυτά μαζί διαμορφώνουν μια ομάδα , η
οποία υπακούει σε μια σειρά αξιωμάτων.
Αποδεικνύεται ότι αν η ελλειπτική καμπύλη
είναι modular
τότε το
ίδιο ισχύει και με όλα τα σημεία που ανήκουν
σε μια μη πεπερασμένη ομάδα σημείων της
καμπύλης. Αυτό που απέδειξε ο Ribet
είναι
ότι μια συγκεκριμένη ομάδα σημείων που
ανήκουν στην ελλειπτική
καμπύλη του Frey
δεν
μπορεί να είναι modular
, και
έτσι αποκλείεται να είναι modular
και
ολόκληρη η καμπύλη.
Για
περίπου τρεισήμισι αιώνες , το τελευταίο
θεώρημα του Fermat
ήταν
ένα μεμονωμένο πρόβλημα , ένας μυστηριώδης
και αποκλεισμένος γρίφος των μαθηματικών.
Το 1986 ο Ribet
δουλεύοντας
πάνω στο δρόμο που είχε ανοίξει ο Frey
, είχε
πετύχει να αναδείξει για τα καλά το
πρόβλημα και αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον
για την επίλυσή του. Φτάσαμε τελικά στο
σημείο να είναι προφανώς δυνατόν να
αποδειχτεί το τελευταίο θεώρημα , μόνο αν
αποδεικνυόταν η πρόταση των Shimura-Taniyama.
Τελικά ο Wiles
, που
ήταν πλέον καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton
δεν
έχασε χρόνο. Αφιέρωσε επτά περίπου χρόνια
και δούλεψε με απόλυτη μυστικότητα και μόνο
η γυναίκα του γνώριζε για το μεγάλο του αυτό
πάθος.
O
Wiles έπρεπε,
για να πετύχει το εγχείρημά του, να
καταφέρει να αξιοποιήσει και να συνδυάσει
τις μέχρι τότε γνωστές μεθόδους από την
θεωρία των αριθμών. Όταν οι θεωρίες αυτές
αποδεικνύονταν ανεπαρκείς , αναγκαζόταν να
επινοεί και να χρησιμοποιεί νέες δικές του
μεθόδους.
Όπως
αποδείχτηκε τελικά ο Wiles
δεν
χρειάστηκε καν να αποδείξει την πλήρη
πρόταση των Shimura-Taniyama . Αντιθέτως αυτό που
χρειάστηκε να κάνει ήταν να δείξει ότι ένα
συγκεκριμένο υποσύνολο ελλειπτικών
καμπύλων - τέτοιο που να περιελάμβανε την
υποθετική καμπύλη που είχε προτείνει ο Frey
, αν
αυτή όντως υπήρχε – είναι modular.
Ωστόσο
κάτι τέτοιο δεν απλούστευε και πολύ το έργο
του , διότι το υποσύνολο καμπυλών που είχε
να μελετήσει περιελάμβανε όλες τις
ιδιάζουσες περιπτώσεις. Η στρατηγική του Wiles
χρησιμοποίησε
τα ίδια εργαλεία που είχε χρησιμοποιήσει
και ο
Ribet
συν πολλά
ακόμα.
Η
δυσκολία βρισκόταν στο να αποδειχτεί ότι
κάθε καμπύλη στο υποσύνολο του Wiles
ήταν modular.
Για να το πετύχει αυτό ο Wiles
τις
ομαδικές ιδιότητες ενός συνόλου σημείων
μιας ελλειπτικής καμπύλης και εφάρμοσε ένα
θεώρημα των μαθηματικών Langlands
και Tunnell.
To
θεώρημα αποδεικνύει ότι για κάθε
ελλειπτική καμπύλη που ανήκει στο σύνολο
του Wiles
υπάρχει
πάντα μια ομάδα σημείων που είναι modular.
Αυτή η
απαίτηση ωστόσο είναι αναγκαία αλλά όχι
ικανή για την απόδειξη ότι η ελλειπτική
καμπύλη σαν σύνολο είναι modular
.
Η
ομάδα που εξεταζόταν είχε μόνο εννιά
στοιχεία και κάποιος μπορεί να θεωρούσε ότι
η απόδειξη ότι η ομάδα αυτή είναι modular
θα ήταν
ένα πολύ μικρό βήμα για να μπορεί να
γενικευτεί για όλη την καμπύλη. Για να
κλείσει αυτό το κενό ο Wiles
αποφάσισε
να μελετήσει τις ιδιότητες ομάδων με πολύ
μεγαλύτερο πλήθος στοιχείων και
συγκεκριμένα δυνάμεων του εννιά. Αν
αποδείκνυε ότι ομάδες με πολύ μεγάλο πλήθος
στοιχείων ήταν
modular
, θα
κατέληγε ότι το ίδιο ισχύει και για όλη την
καμπύλη , μπορώντας πλέον να γενικεύσει
ευκολότερα. Ο Wiles
το
πέτυχε αυτό με χρήση μιας τεχνικής που είχε
ως βάσει την μέθοδο της μαθηματικής
επαγωγής . Δηλαδή αποδείκνυε ότι μια ομάδα
πεπερασμένων το πλήθος στοιχείων είναι
modular ελέγχοντας
την αντίστοιχη ιδιότητα της αμέσως
προηγούμενης ομάδας. Τελικά στις 23 Ιουνίου
του 1993 ο Wiles
περιχαρής
ανακοίνωσε την συνολική του μελέτη σε ένα
συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Cambridge
και
εξέπληξε όλη τη μαθηματική κοινότητα.
Ωστόσο
δεν άργησαν και πολύ να εμφανιστούν τα
πρώτα σημάδια που έθεταν σε αμφισβήτηση το
κύρος της μελέτης του Wiles.
Και αυτό συνέβη όταν ο καθηγητής Nicholas
Katz από
το Princeton
εντόπισε
μια ατέλεια στην αποδεικτική διαδικασία
που είχε ακολουθηθεί. Στην επαγωγική του
μέθοδο ο Wiles
είχε
δανειστεί την μέθοδο Kolyvagin-Flach
από δύο διαφορετικούς καθηγητές
αμερικανικών Πανεπιστημίων. Όμως οι
μέθοδοι αυτές φαινόταν ότι δεν μπορούσαν να
εφαρμοστούν για συγκεκριμένους λόγους στην
προκειμένη περίπτωση και έτσι καθιστούσαν
την όλη απόδειξη ανεπαρκή.
Για
τους επόμενους 14 μήνες ο Wiles
αποσύρθηκε
από τα φώτα της δημοσιότητας και συζητούσε
το όλο θέμα μόνο με ένα παλιό μαθητή του ,
τον Richard
Taylor .
Μαζί προσπάθησαν να βρουν λύση στο πρόβλημα
, διατηρώντας τη μέθοδο που είχε
χρησιμοποιήσει ο Wiles
και
τροποποιώντας την κατάλληλα ούτως ώστε να
δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Είχαν
αρχίσει να χάνουν κάθε ελπίδα όταν τελικά
το Σεπτέμβριο του 1994 βρήκαν την ζωτική λύση.
O
Wiles
διαπίστωσε
ότι μια επιμέρους μέθοδος που είχε
απορρίψει στο παρελθόν μπορούσε να πετύχει
ακριβώς για τον ίδιο λόγο που αποτύγχανε η
μέθοδος Kolyvagin-Flach,
για την οποία είχε γίνει όλη η φασαρία και
του είχε δημιουργήσει πονοκέφαλο.
Ο
ίδιος ο Wiles
θυμάται
και περιγράφει την αντίδρασή του σε αυτή
την ανακάλυψη: «Ήταν τόσο απερίγραπτα
όμορφη , ήταν τόσο απλή και συνάμα
μεγαλόπρεπη. Την πρώτη νύχτα πήγα σπίτι και
κοιμήθηκα με τις σκέψεις αυτής της
ανακάλυψης. Και το επόμενο πρωί την
ξαναέλεγξα και την βρήκα εντάξει . Ήταν κάτι
που ήθελα να το ανακοινώσω στη γυναίκα μου
με μεγάλη ικανοποίηση. Το βρήκα ! Βρήκα τη
διόρθωση στην απόδειξή μου !
Για
τον Wiles
, το
βραβείο Wolfskehl
είναι
το ορόσημο μιας προσπάθειας που κράτησε
περισσότερο από 30 συνολικά χρόνια. «Έχοντας
πλέον λύσει το πρόβλημα είχα μια απόλυτη
αίσθηση ελευθερίας . Ήμουν τόσο παθιασμένος
με αυτό το πρόβλημα που για οκτώ χρόνια ήταν
ένα από τα λίγα πράγματα που είχα συνεχώς
στο μυαλό μου , από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η
οδύσσεια πλέον έφτασε στο τέλος της!
Για
άλλους μαθηματικούς όμως, αρκετά μεγάλα
ερωτήματα είναι ακόμα ανοιχτά.
Συγκεκριμένα όλοι συμφωνούν στο ότι η
απόδειξη που έδωσε ο Wiles
είναι
τελικά αρκετά πολύπλοκη και μοντέρνα ώστε
να προσεγγίζει αυτό που είχε στο μυαλό του ο
Fermat
όταν
έγραψε το περίφημο σημείωμα στο Arithmetica.
Συνεπώς
είτε ο Fermat
έκανε
λάθος και η απόδειξή του – αν ποτέ υπήρξε –
ήταν ανεπαρκής, είτε μια απλή και
αφοπλιστική απόδειξη περιμένει την
ανακάλυψή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου